- συλλαβαίνω
- Ν(διαλ. τ.) βλ. συλλαμβάνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλαμβάνω — ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν [λαμβάνω] 1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τόν αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον»,… … Dictionary of Greek
συλλαμβάνω — και συλλαβαίνω συνέλαβα, συλλήφθηκα 1. πιάνω κάποιον, ενεργώ σύλληψη: Δεν μπόρεσαν να συλλάβουν τους δράστες. – Στον πόλεμο είχε συλληφθεί αιχμάλωτος. 2. σχηματίζω στο νου μου: Συνέλαβε μια καλή ιδέα. 3. φωτογραφίζω: Τον συνέλαβε ο φωτογραφικός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)